- κοχλάζω
- και χοχλάζω (Α κοχλάζω και καχλάζω)(για νερό ή άλλο υγρό) αναταράσσομαι από τον βρασμό, βράζω έντονα («φιάλην ἐν ἧ στάλαγμα ἐκάχλαζεν ἀκηροτάτου πόματος», Φιλόστρ.)νεοελλ.1. μτφ. βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση («κοχλάζει το μίσος του»)2. φρ. «κοχλάζει το αίμα του» — έχει μεγάλη ζωτικότηταμσν.-αρχ.ηχώ όπως το νερό που βράζει, παφλάζω (α. «ἐκόχλαζε τὸ ἔδαφος τῆς γῆς», Μαλάλ. Ι. β. «κῡμα περὶ πτόλιν ἀνδρῶν καχλάζει», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοχλάζω < κα-χλά-ζω με ανομοίωση. Ο τ. καχλάζω εμφανίζει επιτατ. αναδιπλασιασμό και το θέμα του είναι προιόν ονοματοποιίας. Ανάλογος είναι ο σχηματισμός τού πα-φλά-ζω].
Dictionary of Greek. 2013.